·

removed (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
remove (ρήμα)

επίθετο “removed”

βασική μορφή removed (more/most)
  1. απομακρυσμένος
    After moving abroad, she felt removed from her old friends.
  2. (στις οικογενειακές σχέσεις) περιγράφει συγγενείς που είναι από διαφορετική γενιά.
    My cousin's daughter is my first cousin once removed.