·

cutting (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
cut (ρήμα)

επίθετο “cutting”

βασική μορφή cutting (more/most)
  1. καυστικός
    Her cutting remark about his cooking skills left him feeling embarrassed and upset.