·

among (EN)
πρόθεση

πρόθεση “among”

among, amongst
  1. ανάμεσα σε
    The children searched for hidden treasures among the rocks and shells on the beach.
  2. μεταξύ (όταν αναφέρεται σε αίσθηση του να είναι μέρος μιας ομάδας)
    She found herself among friends, feeling completely at ease.
  3. μεταξύ (όταν αναφέρεται στο να έχει κάτι κοινό μέσα σε μια ομάδα)
    Fear of spiders is widespread among children.