·

may (EN)
βοηθητικό ρήμα

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
May (Κύριο Όνομα)

βοηθητικό ρήμα “may”

may, past might
  1. μπορώ
    You may take a cookie from the jar if you'd like.
  2. μπορεί να (στο πλαίσιο της πιθανότητας)
    You may find your lost keys under the couch.
  3. εύχομαι
    May your journey be safe and filled with joy.