ουσιαστικό “haste”
ενικός haste, πληθυντικός hastes ή μη μετρήσιμο
- βιασύνη
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
He left in such haste that he forgot his keys.
- βιασύνη (απερισκεψία)
In his haste to finish the project, he overlooked important details.