·

haste (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “haste”

ενικός haste, πληθυντικός hastes ή μη μετρήσιμο
  1. βιασύνη
    He left in such haste that he forgot his keys.
  2. βιασύνη (απερισκεψία)
    In his haste to finish the project, he overlooked important details.