·

same (EN)
επίθετο, επίρρημα, αντωνυμία, επίφωνο

επίθετο “same”

βασική μορφή same, μη βαθμ.
  1. ίδιος
    I go to the same school as my cousin.
  2. ίδιος (όμοιος αλλά διαφορετικός αντικείμενο)
    My mom bought the same phone as I did.

επίρρημα “same”

same (more/most)
  1. με τον ίδιο τρόπο
    I studied the same as my sister but she scored higher.

αντωνυμία “same”

same
  1. το ίδιο
    There are a lot of smart people here. The same can be said about any other top-level university.
  2. κάτι του ίδιου είδους
    He ordered a chocolate milkshake, and I decided to get the same.

επίφωνο “same”

same
  1. συμφωνώ απόλυτα (ως επιφώνημα)
    "I love spending my weekends just reading a good book and relaxing." "Same, it's the best way to unwind."