ουσιαστικό “shop”
ενικός shop, πληθυντικός shops ή μη μετρήσιμο
- κατάστημα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Every Saturday, we go to the local shop to buy fresh produce.
- εργαστήριο
The carpenter spent hours in his shop, carefully shaping the wood into a beautiful chair.
- συνεργείο
After the accident, we had to take the truck to the shop for repairs.
- τεχνικά εργαστήρια (στα σχολεία)
In high school, I really enjoyed the woodworking shop class where we learned to make our own furniture.
- ψώνια
Mom sent me out for the daily shop to pick up milk and bread.
ρήμα “shop”
απαρέμφατο shop; αυτός shops; αόριστος shopped; μετοχή αορ. shopped; μετοχή ενεστ. shopping
- ψωνίζω
We spent the afternoon shopping at the mall for a new dress.
- ψωνίζω (από συγκεκριμένη συλλογή ή επιλογή)
I decided to shop the online store for a wider selection of shoes.