·

accepting (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
accept (ρήμα)

επίθετο “accepting”

βασική μορφή accepting (more/most)
  1. αποδεκτικός
    Despite their son's unconventional career choice, the parents were very accepting of his decision to become an artist.