ρήμα “waver”
απαρέμφατο waver; αυτός wavers; αόριστος wavered; μετοχή αορ. wavered; μετοχή ενεστ. wavering
- κλονίζομαι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Her determination did not waver throughout the difficult times.
- διστάζω
She wavered between accepting the job offer and staying at her current position.
- ταλαντεύομαι
The tall tree wavered in the strong wind during the storm.
- τρεμοπαίζω
The candle's flame wavered as the window opened.
- τρέμω (για φωνή ή χέρια)
His voice wavered when he spoke about the accident.
- κυμαίνομαι
Oil prices wavered throughout the year due to changing demand.
ουσιαστικό “waver”
ενικός waver, πληθυντικός wavers
- δισταγμός
There was a slight waver in his voice when he answered.
- αυτός που χαιρετάει με το χέρι
The crowd was full of cheerful wavers greeting the runners.
- εργαλείο για κυματισμούς μαλλιών
She used a waver to add volume to her hairstyle.