ρήμα “assure”
απαρέμφατο assure; αυτός assures; αόριστος assured; μετοχή αορ. assured; μετοχή ενεστ. assuring
- διαβεβαιώνω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The captain assured the passengers that the ship was unsinkable.
- επιβεβαιώνω (για τον έλεγχο ή την επιβεβαίωση της αλήθειας ή της ασφάλειας κάτι)
Before leaving on vacation, she assured herself that all the doors were locked.
- εγγυώμαι
Studying diligently for the entire semester will assure your success on the final exam.