·

French (EN)
επίθετο, ουσιαστικό, ουσιαστικό, Κύριο Όνομα

επίθετο “French”

βασική μορφή French, μη βαθμ.
  1. γαλλικός (συνδεδεμένος με τη Γαλλία)
    She loves French cuisine, especially croissants and baguettes.
  2. γαλλικός (σχετικός με τα γαλλικά)
    She is studying French grammar for her language class.

ουσιαστικό “French”

ενικός French, μη μετρήσιμο
  1. γαλλικά
    Her French improved a lot after spending a year in Paris.
  2. ευφημιστική έκφραση για βρισιές
    Pardon my French, but this proposal sucks.

ουσιαστικό “French”

French, μόνο πληθυντικός
  1. Γάλλοι
    The French are known for their culinary skills.

Κύριο Όνομα “French”

French
  1. επώνυμο
    Mr. French is my history teacher.