επίθετο “French”
βασική μορφή French, μη βαθμ.
- γαλλικός (συνδεδεμένος με τη Γαλλία)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She loves French cuisine, especially croissants and baguettes.
- γαλλικός (σχετικός με τα γαλλικά)
She is studying French grammar for her language class.
ουσιαστικό “French”
ενικός French, μη μετρήσιμο
- γαλλικά
Her French improved a lot after spending a year in Paris.
- ευφημιστική έκφραση για βρισιές
Pardon my French, but this proposal sucks.
ουσιαστικό “French”
French, μόνο πληθυντικός
- Γάλλοι
The French are known for their culinary skills.
Κύριο Όνομα “French”
- επώνυμο
Mr. French is my history teacher.