ουσιαστικό “expense”
ενικός expense, πληθυντικός expenses ή μη μετρήσιμο
- δαπάνη
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Owning a car is a regular expense.
- τιμή (πόσο ακριβό είναι κάτι)
He always buys luxury items, regardless of expense.
- θυσία (σε βάρος)
They achieved their goals at the expense of their health.