·

expense (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “expense”

ενικός expense, πληθυντικός expenses ή μη μετρήσιμο
  1. δαπάνη
    Owning a car is a regular expense.
  2. τιμή (πόσο ακριβό είναι κάτι)
    He always buys luxury items, regardless of expense.
  3. θυσία (σε βάρος)
    They achieved their goals at the expense of their health.