ουσιαστικό “amenity”
ενικός amenity, πληθυντικός amenities ή μη μετρήσιμο
- παροχή
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The hotel offers many amenities, such as free Wi-Fi and a gym.
- ευγένεια
They exchanged amenities before starting the negotiation.
- ευχάριστο χαρακτηριστικό
The amenity of the coastal climate attracts many tourists.
- υποδομή (όπως δημόσια τουαλέτα ή βιβλιοθήκη)
The map shows various amenities like schools and hospitals.