ουσιαστικό “ownership”
ενικός ownership, πληθυντικός ownerships ή μη μετρήσιμο
- ιδιοκτησία
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After their parents passed away, the siblings disputed the ownership of the family home.
- ευθύνη (σε επιχειρηματικό πλαίσιο)
At the company meeting, she encouraged employees to take ownership of their work to achieve better results.