ουσιαστικό “foundation”
ενικός foundation, πληθυντικός foundations ή μη μετρήσιμο
- θεμέλιο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The builders are laying the foundation for the new school.
- βάση
Trust is the foundation of a strong relationship.
- ίδρυμα
The foundation provides scholarships to deserving students.
- ίδρυση
The foundation of the university dates back to the 18th century.
- κρέμα ή υγρό μακιγιάζ που εφαρμόζεται στο πρόσωπο για να δημιουργήσει ομοιόμορφο τόνο δέρματος
She applied foundation before putting on her eye makeup.
- (στα παιχνίδια με κάρτες) στο πασιέντζα, μία από τις στοίβες όπου οι κάρτες στοιβάζονται με σειρά
He placed the ace on the foundation to start the game.