·

foundation (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “foundation”

ενικός foundation, πληθυντικός foundations ή μη μετρήσιμο
  1. θεμέλιο
    The builders are laying the foundation for the new school.
  2. βάση
    Trust is the foundation of a strong relationship.
  3. ίδρυμα
    The foundation provides scholarships to deserving students.
  4. ίδρυση
    The foundation of the university dates back to the 18th century.
  5. κρέμα ή υγρό μακιγιάζ που εφαρμόζεται στο πρόσωπο για να δημιουργήσει ομοιόμορφο τόνο δέρματος
    She applied foundation before putting on her eye makeup.
  6. (στα παιχνίδια με κάρτες) στο πασιέντζα, μία από τις στοίβες όπου οι κάρτες στοιβάζονται με σειρά
    He placed the ace on the foundation to start the game.