·

net pay (EN)
φράση

φράση “net pay”

  1. καθαρός μισθός (το ποσό των χρημάτων που λαμβάνει ένας εργαζόμενος μετά τις κρατήσεις από τις συνολικές αποδοχές του)
    After all the taxes and insurance were deducted, his net pay was deposited into his bank account.