·

tourist (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “tourist”

ενικός tourist, πληθυντικός tourists
  1. τουρίστας
    We met many tourists when we visited the museum.
  2. τουρίστας (αθλητικά, μέλος μιας επισκεπτόμενης αθλητικής ομάδας)
    The tourists played better than the home team.