επίθετο “licensed”
βασική μορφή licensed, μη βαθμ.
- αδειοδοτημένος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Only licensed nurses can administer medications to patients.
- επιτρεπόμενος (με άδεια)
Licensed hunting is allowed during certain seasons.
- αδειούχος (για πώληση αλκοολούχων ποτών)
They celebrated at a licensed venue that served craft beers.
- με άδεια χρήσης
He collects licensed merchandise from his favorite films.