επίθετο “single-family”
βασική μορφή single-family, μη βαθμ.
- μονοκατοικία (περιγράφοντας μια κατοικία σχεδιασμένη να κατοικείται από μια μόνο οικογένεια)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
They purchased a single-family home in the suburbs to raise their children.