·

single-family (EN)
επίθετο

επίθετο “single-family”

βασική μορφή single-family, μη βαθμ.
  1. μονοκατοικία (περιγράφοντας μια κατοικία σχεδιασμένη να κατοικείται από μια μόνο οικογένεια)
    They purchased a single-family home in the suburbs to raise their children.