·

ridden (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
ride (ρήμα)

επίθετο “ridden”

βασική μορφή ridden, μη βαθμ.
  1. -πληκτος (γεμάτος με κάτι ανεπιθύμητο)
    The disease-ridden city struggled to contain the outbreak.
  2. -πληκτος (καταβεβλημένος από συναίσθημα ή πρόβλημα)
    She was guilt-ridden after making a serious mistake.