ουσιαστικό “M.D.”
ενικός MD, M.D., πληθυντικός MDs, M.D.s
- πτυχίο Ιατρικής
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After years of study, she finally earned her M.D. degree and became a doctor.
- ιατρός
If you are feeling unwell, you should see an MD.
- Μ.Δ. (Μεσαία Περιφέρεια)
The lawsuit was filed in the M.D. of Georgia.