·

promising (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
promise (ρήμα)

επίθετο “promising”

βασική μορφή promising (more/most)
  1. πολλά υποσχόμενος
    The promising young artist's work was already featured in a local gallery.
  2. ελπιδοφόρος
    The clear skies in the morning were promising signs for the day's picnic.