·

symbol (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “symbol”

ενικός symbol, πληθυντικός symbols
  1. σύμβολο (γλυφή ή χαρακτήρας)
    The heart symbol is often used to represent love.
  2. σύμβολο (ενσάρκωση, τέλειο παράδειγμα)
    The dove is widely recognized as a symbol of peace.