·

three-box (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “three-box”

βασική μορφή three-box, μη βαθμ.
  1. τρίκουτος (στην αυτοκινητοβιομηχανία, με στυλ αμαξώματος που έχει τρεις ξεχωριστές θέσεις για τον κινητήρα, τους επιβάτες και το φορτίο)
    This sedan features a classic three-box design with a spacious trunk.

ουσιαστικό “three-box”

ενικός three-box, πληθυντικός three-boxes
  1. τρίκουτο (στο σχεδιασμό αυτοκινήτων, ένα αυτοκίνητο που έχει αμάξωμα με τρεις ξεχωριστούς χώρους για τον κινητήρα, τους επιβάτες και το φορτίο)
    The new model is a sleek three-box with improved aerodynamics.