επίθετο “three-box”
βασική μορφή three-box, μη βαθμ.
- τρίκουτος (στην αυτοκινητοβιομηχανία, με στυλ αμαξώματος που έχει τρεις ξεχωριστές θέσεις για τον κινητήρα, τους επιβάτες και το φορτίο)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
This sedan features a classic three-box design with a spacious trunk.
ουσιαστικό “three-box”
ενικός three-box, πληθυντικός three-boxes
- τρίκουτο (στο σχεδιασμό αυτοκινήτων, ένα αυτοκίνητο που έχει αμάξωμα με τρεις ξεχωριστούς χώρους για τον κινητήρα, τους επιβάτες και το φορτίο)
The new model is a sleek three-box with improved aerodynamics.