ουσιαστικό “disaster”
ενικός disaster, πληθυντικός disasters ή μη μετρήσιμο
- καταστροφή
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The hurricane was a disaster, leaving the entire town in ruins and many without homes.