·

Mrs. (EN)
συντομογραφία, ουσιαστικό

συντομογραφία “Mrs.”

Mrs. us, Mrs uk
  1. κα
    Mrs. Johnson is our new teacher.

ουσιαστικό “Mrs.”

Mrs., μόνο ενικός αριθμός
  1. η γυναίκα μου (οικ.)
    He said the Mrs. is out of town this weekend.