·

housekeeping (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “housekeeping”

ενικός housekeeping, μη μετρήσιμο
  1. οικιακή καθαριότητα
    She spends her weekends doing housekeeping to keep her home tidy and welcoming for guests.
  2. υπηρεσία καθαριότητας (σε ξενοδοχείο)
    If you spill the drink, please call housekeeping.
  3. συντήρηση συστήματος
    The scientist do regular housekeeping by calibrating the instruments.