ουσιαστικό “sheet”
ενικός sheet, πληθυντικός sheets ή μη μετρήσιμο
- φύλλο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Please hand out these sheets of paper to the class.
- σεντόνι
She washed the sheets and hung them out to dry.
- φύλλο
The mechanic used a sheet of metal to repair the car.
- στρώμα
The lake was covered with a thin sheet of ice.
- κουρτίνα (βροχής ή χιονιού)
The rain was coming down in sheets, soaking everyone outside.
- σχοινί (ναυτικός όρος: σχοινί που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της γωνίας ενός πανιού σε σχέση με τον άνεμο)
He pulled on the sheet to adjust the sail.
- πίστα (στο άθλημα του κέρλινγκ)
The teams stepped onto the curling sheet for their match.
- στρώμα (βράχου ή πάγου)
Scientists studied the ice sheet covering Greenland.
ρήμα “sheet”
απαρέμφατο sheet; αυτός sheets; αόριστος sheeted; μετοχή αορ. sheeted; μετοχή ενεστ. sheeting
- πέφτω καταρρακτωδώς
The rain sheeted down, flooding the streets.
- καλύπτω με σεντόνι
They sheeted the furniture before painting the walls.
- διαμορφώνω σε φύλλα
The factory sheets metal into thin panels.
- (ναυτικό) να ρυθμίσεις ένα πανί χρησιμοποιώντας ένα σκοινί (σχοινί)
The crew sheeted the sails to navigate the wind.