·

sheet (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “sheet”

ενικός sheet, πληθυντικός sheets ή μη μετρήσιμο
  1. φύλλο
    Please hand out these sheets of paper to the class.
  2. σεντόνι
    She washed the sheets and hung them out to dry.
  3. φύλλο
    The mechanic used a sheet of metal to repair the car.
  4. στρώμα
    The lake was covered with a thin sheet of ice.
  5. κουρτίνα (βροχής ή χιονιού)
    The rain was coming down in sheets, soaking everyone outside.
  6. σχοινί (ναυτικός όρος: σχοινί που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της γωνίας ενός πανιού σε σχέση με τον άνεμο)
    He pulled on the sheet to adjust the sail.
  7. πίστα (στο άθλημα του κέρλινγκ)
    The teams stepped onto the curling sheet for their match.
  8. στρώμα (βράχου ή πάγου)
    Scientists studied the ice sheet covering Greenland.

ρήμα “sheet”

απαρέμφατο sheet; αυτός sheets; αόριστος sheeted; μετοχή αορ. sheeted; μετοχή ενεστ. sheeting
  1. πέφτω καταρρακτωδώς
    The rain sheeted down, flooding the streets.
  2. καλύπτω με σεντόνι
    They sheeted the furniture before painting the walls.
  3. διαμορφώνω σε φύλλα
    The factory sheets metal into thin panels.
  4. (ναυτικό) να ρυθμίσεις ένα πανί χρησιμοποιώντας ένα σκοινί (σχοινί)
    The crew sheeted the sails to navigate the wind.