·

decision (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “decision”

ενικός decision, πληθυντικός decisions ή μη μετρήσιμο
  1. απόφαση
    After much thought, she made the decision to accept the job offer.
  2. λήψη απόφασης
    The decision of choosing a college was overwhelming for him.
  3. αποφασιστικότητα
    He acted with decision in the face of danger.
  4. απόφαση (από κριτές ή διαιτητές)
    The boxing match ended in a decision after twelve rounds.
  5. απόφαση (στο μπέιζμπολ)
    The pitcher got the decision after throwing seven strong innings.