·

entry (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “entry”

ενικός entry, πληθυντικός entries ή μη μετρήσιμο
  1. λήμμα
    The dictionary has over 100,000 entries, each with detailed definitions.
  2. συμμετοχή (σε διαγωνισμό)
    They received thousands of entries for the singing contest this year.
  3. κάτι ή πρόσωπο που συμμετέχει σε έναν διαγωνισμό
    The cake was the local bakery's entry in the baking contest.
  4. είσοδος
    His sudden entry into the room caught everyone by surprise.
  5. είσοδος (θύρα ή πύλη)
    We waited at the main entry for the museum to open.
  6. προθάλαμος
    Please leave your umbrella in the entry before coming inside.
  7. είσοδος (σημείο έναρξης μουσικής)
    She practiced her entry so she wouldn't miss her cue.
  8. καταχώρηση (σε υπολογιστικό σύστημα)
    Each entry in the customer database must include a contact number.
  9. στοιχείο (σε πίνακα)
    The entry in the second row and first column is incorrect.