·

arena (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “arena”

ενικός arena, πληθυντικός arenas ή μη μετρήσιμο
  1. αρένα
    The final match took place in a brightly lit arena, with fans cheering from every corner.
  2. πεδίο (στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων ή των ενδιαφερόντων)
    In the political arena, debates often become heated and contentious.
  3. αρένα (στο αρχαίο ρωμαϊκό αμφιθέατρο)
    In ancient Rome, fierce battles took place in the arena, captivating thousands of spectators.