·

withholding tax (EN)
φράση

φράση “withholding tax”

  1. παρακρατούμενος φόρος (φόρος που οι εργοδότες αφαιρούν από τους μισθούς των εργαζομένων και στέλνουν στην κυβέρνηση)
    In the United States, employers are required to withhold income tax from their employees' paychecks as a withholding tax.
  2. παρακρατούμενος φόρος (ένας φόρος που παρακρατείται από πληρωμές που γίνονται σε άτομα ή εταιρείες που δεν είναι κάτοικοι της χώρας)
    The company had to deduct withholding tax from the payment made to the overseas consultant.