·

initiative (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “initiative”

ενικός initiative, πληθυντικός initiatives ή μη μετρήσιμο
  1. πρωτοβουλία
    By launching the new product early, the company took the initiative in the competitive market.
  2. πρωτοβουλία (σχέδιο για την επίτευξη στόχου)
    The government launched an initiative to improve literacy rates among children in rural areas.
  3. στην πολιτική, μια πρόταση που τίθεται σε ψηφοφορία αφού συγκεντρωθούν αρκετές υπογραφές από τους ψηφοφόρους
    The community gathered enough signatures to place the environmental protection initiative on the next ballot.