lite (EN)
επίθετο

επίθετο “lite”

lite, non-gradable
  1. μια απλούστερη ή δωρεάν έκδοση κάποιου πράγματος, συχνά με λιγότερα χαρακτηριστικά ή περιεχόμενο
    The app offers a lite version with fewer features but it's free to use.
  2. χρησιμοποιείται για να περιγράψει τρόφιμα ή ποτά που περιέχουν λιγότερες θερμίδες ή λιγότερα λιπαρά
    She chose a lite yogurt for breakfast to keep her meal low in calories.