επίθετο “lite”
βασική μορφή lite, μη βαθμ.
- μια απλούστερη ή δωρεάν έκδοση κάποιου πράγματος, συχνά με λιγότερα χαρακτηριστικά ή περιεχόμενο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The app offers a lite version with fewer features but it's free to use.
- χρησιμοποιείται για να περιγράψει τρόφιμα ή ποτά που περιέχουν λιγότερες θερμίδες ή λιγότερα λιπαρά
She chose a lite yogurt for breakfast to keep her meal low in calories.