ουσιαστικό “Friday”
ενικός Friday, πληθυντικός Fridays
- Παρασκευή
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She is planning a party next Friday.
- η τελευταία εργάσιμη ημέρα κάποιου πριν από μια περίοδο ξεκούρασης, ανεξαρτήτως της πραγματικής ημέρας
Since I have Wednesday and Thursday off, today is my Friday.
επίρρημα “Friday”
- Παρασκευή
He will arrive Friday to start his new job.
Κύριο Όνομα “Friday”
- Παρασκευή (χαρακτήρας στο μυθιστόρημα του Ντάνιελ Ντεφόε)
In the novel, Robinson Crusoe teaches Friday, the native he rescues, how to speak English.