·

Friday (EN)
ουσιαστικό, επίρρημα, Κύριο Όνομα

ουσιαστικό “Friday”

ενικός Friday, πληθυντικός Fridays
  1. Παρασκευή
    She is planning a party next Friday.
  2. η τελευταία εργάσιμη ημέρα κάποιου πριν από μια περίοδο ξεκούρασης, ανεξαρτήτως της πραγματικής ημέρας
    Since I have Wednesday and Thursday off, today is my Friday.

επίρρημα “Friday”

Friday
  1. Παρασκευή
    He will arrive Friday to start his new job.

Κύριο Όνομα “Friday”

Friday
  1. Παρασκευή (χαρακτήρας στο μυθιστόρημα του Ντάνιελ Ντεφόε)
    In the novel, Robinson Crusoe teaches Friday, the native he rescues, how to speak English.