ουσιαστικό “profit”
ενικός profit, πληθυντικός profits ή μη μετρήσιμο
- κέρδος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After months of hard work, the company finally made a profit thanks to increased sales during the holiday season.
- όφελος
She spent the weekend attending workshops for her own profit.
ρήμα “profit”
απαρέμφατο profit; αυτός profits; αόριστος profited; μετοχή αορ. profited; μετοχή ενεστ. profiting
- επωφελούμαι
She profited greatly from investing early in technology companies.
- ωφελώ (κάποιον)
The extra tutoring profited the students, improving their test scores significantly.