ρήμα “contain”
απαρέμφατο contain; αυτός contains; αόριστος contained; μετοχή αορ. contained; μετοχή ενεστ. containing
- περιέχω (σε ένα μείγμα, να περιλαμβάνει μια ουσία)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The drink contains alcohol.
- περιέχω (για ένα δοχείο, να έχει κάτι μέσα)
The bottle contains fresh juice.
- περιέχω (να συμπεριλαμβάνω κάτι ως μέρος)
The software package contains several useful apps.
- περιέχω (να ελέγχω ή να συγκρατώ)
She tried to contain her excitement during the performance.
- περιέχω (στα μαθηματικά)
The set of integers contains all whole numbers.