επίθετο “alright”
βασική μορφή alright, μη βαθμ.
- καλός (ικανοποιητικός ή αποδεκτός)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
My boss said it was an alright draft, but she suggested adding a few more details.
επίρρημα “alright”
- καλά (με ικανοποιητικό ή αποδεκτό τρόπο)
He played the guitar alright, though he still wants to practice more before the concert.
επίφωνο “alright”
- χρησιμοποιείται για να δηλώσει αποδοχή ή ετοιμότητα
“Alright,” she said, stepping aside to let everyone pass.