ρήμα “consist”
απαρέμφατο consist; αυτός consists; αόριστος consisted; μετοχή αορ. consisted; μετοχή ενεστ. consisting
- αποτελείται (από)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
A healthy diet consists mainly of fruits, vegetables, and whole grains.
- συνίσταται (σε)
The job consists mainly in answering phone calls and replying to emails.