ρήμα “endow”
απαρέμφατο endow; αυτός endows; αόριστος endowed; μετοχή αορ. endowed; μετοχή ενεστ. endowing
- ενδοτώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The wealthy alumnus endowed his alma mater with a scholarship fund for underprivileged students.
- προικίζω (με χαρακτηριστικά ή ιδιότητες)
The building was endowed with a spacious interior.
- προικίζομαι (με φυσικά χαρακτηριστικά ή ποιότητες)
He is endowed with an incredible talent for painting.