·

endow (EN)
ρήμα

ρήμα “endow”

απαρέμφατο endow; αυτός endows; αόριστος endowed; μετοχή αορ. endowed; μετοχή ενεστ. endowing
  1. ενδοτώ
    The wealthy alumnus endowed his alma mater with a scholarship fund for underprivileged students.
  2. προικίζω (με χαρακτηριστικά ή ιδιότητες)
    The building was endowed with a spacious interior.
  3. προικίζομαι (με φυσικά χαρακτηριστικά ή ποιότητες)
    He is endowed with an incredible talent for painting.