·

interesting (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
interest (ρήμα)

επίθετο “interesting”

βασική μορφή interesting (more/most)
  1. ενδιαφέρων
    The documentary about space was so interesting that I couldn't stop watching it.