·

increasing (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
increase (ρήμα)

επίθετο “increasing”

βασική μορφή increasing (more/most)
  1. αυξανόμενης σημασίας
    The safety of online data is an increasing concern for many people.