ουσιαστικό “estate”
ενικός estate, πληθυντικός estates
- περιουσία
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After her grandfather passed away, she inherited his estate, including his house and savings.
- κτήμα
They hosted a party at their country estate, which has beautiful gardens.
- συγκρότημα κατοικιών
They moved into a new apartment on a modern housing estate outside the city.
- στέισον βάγκον (Αγγλία, αυτοκίνητο με μεγάλο χώρο πίσω από τα καθίσματα για τη μεταφορά αντικειμένων)
The family bought an estate to have more room for luggage on their road trips.