·

required (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
require (ρήμα)

επίθετο “required”

βασική μορφή required, μη βαθμ.
  1. απαιτούμενος/η/ο
    Wearing a helmet is required when riding a motorcycle.