ρήμα “excite”
απαρέμφατο excite; αυτός excites; αόριστος excited; μετοχή αορ. excited; μετοχή ενεστ. exciting
- διεγείρω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The surprise birthday party excited the children, making them jump and scream with happiness.
- προκαλώ
The heated debate excited strong opinions from both sides of the room.
- αναστατώνω (σεξουαλικά)
The romantic novel excited the reader with its descriptive passages.
- ενεργοποιώ (ένα ηλεκτρόνιο σε υψηλότερη κατάσταση ενέργειας)
The scientist explained how photons can excite atoms by transferring energy during absorption.
- μαγνητίζω (έναν ηλεκτρομαγνήτη)
The technician was careful to excite the coils properly to avoid overheating the motor.