·

χ (EN)
γράμμα, σύμβολο

γράμμα “χ”

χ, chi
  1. το 22ο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου
    In the Greek word "χαρά," the letter "χ" is the first letter and is pronounced like the "ch" in "Bach."

σύμβολο “χ”

χ
  1. (στατιστική) ένα σύμβολο που χρησιμοποιείται για να αναπαραστήσει την κατανομή χι-τετράγωνο
    The scientist used the χ² test to analyze the experimental results.
  2. (στα μαθηματικά) ένα σύμβολο που χρησιμοποιείται για να αναπαραστήσει μια χαρακτηριστική συνάρτηση ή πολυώνυμο
    In the equation, χ represents the unknown characteristic of the system.
  3. (στη φωνητική) ένα σύμβολο που χρησιμοποιείται για να αναπαραστήσει έναν ήχο συμφώνου που παράγεται στο πίσω μέρος του λαιμού.
    Linguists use χ to denote a sound similar to the "ch" in the Scottish word "loch".