επίθετο “gothic”
βασική μορφή gothic (more/most)
- που σχετίζεται με την γκοθ υποκουλτούρα, η οποία είναι γνωστή για τα σκούρα ρούχα και τη μουσική
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She enjoys gothic fashion and listens to gothic rock bands.