·

gothic (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
Gothic (επίθετο, ουσιαστικό, Κύριο Όνομα)

επίθετο “gothic”

βασική μορφή gothic (more/most)
  1. που σχετίζεται με την γκοθ υποκουλτούρα, η οποία είναι γνωστή για τα σκούρα ρούχα και τη μουσική
    She enjoys gothic fashion and listens to gothic rock bands.