ρήμα “understand”
απαρέμφατο understand; αυτός understands; αόριστος understood; μετοχή αορ. understood; μετοχή ενεστ. understanding
- καταλαβαίνω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After the teacher explained the theorem, I finally understood the math problem.
- νομίζω (ότι καταλαβαίνω)
I understand you're not coming to work tomorrow, right?