ουσιαστικό “matter”
ενικός matter, πληθυντικός matters ή μη μετρήσιμο
- ύλη
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
What is the difference between matter and energy?
- υλικό
The compost pile was full of organic matter from the kitchen scraps.
- θέμα
The meeting was called to discuss an urgent matter.
- πρόβλημα
What's the matter with your car?
- ποσότητα (κατά προσέγγιση)
It's just a matter of weeks until the project is finished.
ρήμα “matter”
απαρέμφατο matter; αυτός matters; αόριστος mattered; μετοχή αορ. mattered; μετοχή ενεστ. mattering
- έχει σημασία
What really matters to her is spending time with family.