ουσιαστικό “cape”
ενικός cape, πληθυντικός capes
- κάπα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The queen wore a magnificent cape during the ceremony.
- ακρωτήριο
The sailors spotted the cape on the horizon as they approached land.
- υπερήρωας (στην αργκό)
Kids nowadays love stories about capes saving the world.